-
1 συν-άντομαι
συν-άντομαι, nur praes. u. imperf., poet. statt συναντάω, begegnen, ἀλλήλοισι δὲ τώγε συναντέσϑην, Il. 7, 22, υἱεῖ Πριάμοιο συνήντετο, 21, 34, wo es feindlich ist, ohne diesen Nebenbegriff, οἴῳ ἔῤῥοντι συνήντετο, Od. 4, 367; 21, 31 u. öfter; ἔκτεινε Λᾷον μόριμος υἱὸς συναντόμενος, Pind. Ol. 2, 39; κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος, 96; φόρμιγγι, I. 2, 2, zur Phorminx; ἰόντι ὅτι συνήντετο, Eur. Ion 831; vgl. Lob. Phryn. 288.
-
2 συνάντομαι
a abs., meetἔκτεινε Λᾷον μόριμος υἱὸς συναντόμενος O. 2.39
b be accompanied by c. dat.κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος O. 2.96
ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον κλυτᾷ φόρμιγγι συναντόμενοι I. 2.2
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий